- μανούβρα
- η(λ. ιταλ.)1. ελιγμός πλοίου, τρένου, αυτοκινήτου: Έκανε μια μανούβρα με το αυτοκίνητο για να αποφύγει να χτυπήσει το ζώο που πετάχτηκε μπροστά του.2. μτφ., πλάγια και αθέμιτη ενέργεια για την πραγματοποίηση κάποιου στόχου: Έγινε διευθυντής με μανούβρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.